Τετάρτη 28 Μαΐου 2008

ΥΓ

Οι μάλλον λίγοι και σίγουρα λιγομίλητοι αναγνώστες μου, ίσως δεν νοιάζονται για το λόγο του «αιφνίδιου» τέλους του ΟΤΕτζή μου, αλλά εγώ ένοιωσα ότι οφείλω έστω σε μένα και στον ΟΤΕτζη μου μια εξήγηση.

Η ιστορία του ΟΤΕτζή άρχισε με την αγωνία του επικείμενου τέλους μιας σχέσης (κάτι σαν στερνή προσφορά ψυχής) και τελειώνει με το τέλος της αγωνίας και της δυνατότητας προσφοράς.

Αρκετοί στον ΟΤΕ τα τελευταία χρόνια έδωσαν πολλά, απίστευτα πολλά, για δημόσιο οργανισμό και έγιναν και μονοδιάστατοι άνθρωποι τσιμπώντας το δόλωμα της επιτυχίας στο χώρο, της αίσθησης ότι επιτελούν και κοινωνικό ρόλο, ότι καταξιώνουν την έννοια του κρατικού αποτελεσματικού φορέα(ποιος έκανε την cosmote;) και αναζητώντας τη συλλογικότητα εδώ, αφού δυστυχώς σπανίζει πια σε άλλους χώρους.

Αρκετοί βέβαια την ίδια στιγμή στον ίδιο χώρο παρανοώντας τα πράγματα έχασαν και την περηφάνια τους και την αυτοεκτίμηση τους, ξεχνώντας τη συλλογική ευθύνη τους, αφού «διαλέγοντας τον εαυτό μου, διαλέγω τον κόσμο».

Τα γεγονότα προχώρησαν και πια ούτε η ψευδαίσθηση του ΟΤΕ κοινωνικής ιδιοκτησίας και με κοινωνική αποστολή υπάρχει, ώστε να αιτιολογεί κάποια αυτοθυσία, ή να καλύπτει κάτι πέρα από ότι κάθε εταιρία για κάθε εργαζόμενο. Το μεγάλο κέρδος ο ένας, το μισθό για να ζήσει μετά τη δουλειά ο άλλος.

Προς το τέλος της ΑΝΑΦΟΡΑΣ του Καζαντζάκη, της αναφοράς ενός ανθρώπου απέναντι στην ευθύνη του, υπάρχει ένα μικρό κομμάτι που δείχνει ουσίες και γεύσεις πραγματικής ζωής.
«μια από τις μεγαλύτερες χαρές που μπορεί να αξιωθεί ο άνθρωπος στον κόσμο τούτο είναι να είναι άνοιξη, να φυσάει αλαφρό αγεράκι και να αρμενίζεις στο Αιγαίο. Δεν μπόρεσα ποτέ να φανταστώ πως γίνεται να είναι αλλιώς ο παράδεισος. Ποια άλλη χαρά, στον ουρανό και στη γης, μπορεί να είναι καλύτερα αρμονισμένη με το κορμί και με την ψυχή του ανθρώπου;»

Εκεί λοιπόν ΟΤΕτζή μου θα σε βρω, εκεί θα σου δώσω την άλλη πνοή σου.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

ΑΝΤΙ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ

Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα στο σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί, μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει δε θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.
Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιόν ν’αποχαιρετίσω; τι ν’αποχαιρετίσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.
Σε ποιόν να εμπιστευτώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιόν να πω πόσες φορές σκαρφάλωνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν’ανηφορίζω; Πού να βρώ μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;…………………………………………………………………………………………………………...............................................................
Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου, ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα, είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και χτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί.
Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Εχετε γειά!

Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γής, ν’ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο, δύσκολο, δύσκολο πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ’αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα το κόσμου λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω, μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει:“Στάσου ακόμα!»
Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σαν σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σαν βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει: «Στάσου ακόμα!»
Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστέκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε, γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα: “Eλα… έλα… έλα…»……………………………………………………………………………………….……………………………………………………………………………………….
Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου, να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λιποτάχτησα, τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ’ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.
............................................................................................................................................
Άκουσέ το λοιπόν, Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση, άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, και αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό,δώσε μου την ευκή σου!
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ
Νίκου Καζαντζάκη.

Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

ΟΤΕτζήδες kapout

Δεν έφθανε η απέχθεια του παππού, η επέλαση των πριγκίπων της ΟΤΕΝΕΤ, ήρθαν και οι Γερμανοί , τι να αντέξει το ταλαίπωρο είδος μας.
Ο ΟΤΕ αν το σκεφτείς έμοιαζε με στίβο μάχης, όπου δοκιμαστήκαμε σαν άνθρωποι.
Σκέφτεσαι, όταν μπήκα πόσους έγλυψα, τι μέσον έβαλα, ή τι απάτη έκανα, τελικά πόσων άλλων έφαγα τη θέση;
Μέσα δούλεψα συνειδητά και συναδελφικά, αλλά πόσο αντιστάθηκα στις σειρήνες του κομματισμού. Άντεξα και δεν σύρθηκα σε κομματικές φιέστες ή κομματικά ψηφοδέλτια μόνο και μόνο για να δείξω την υποτέλεια μου(ειδικά αν τα ίδια είχα κάνει και με τους άλλους), άντεξα να αφήσω το παιδί μου έξω από το αλισβερίσι για να γλιτώσω και εγώ και εκείνο το γελάκι του μεσολαβητή;
Απέργησα ή δεν απέργησα κατά συνείδηση;
Και τώρα δώσε εξετάσεις πάλι σε νέα αφεντικά (αποστήθισε το «πιστεύω σε ένα ΟΤΕ Γερμανικό») που δεν έχουν και πολιτικό κόστος δηλ άλλοι κανόνες από αυτούς που τόσα χρόνια οι πολιτικοί μας έμαθαν.
Αν από όλα αυτά πέρασες αλώβητος, αξίζει τώρα να γελάς στον καθρέφτη, έστω και από χαρμολύπη.
Οι πολιτικοί βέβαια καθάρισαν, δεν μας άντεχαν έτσι που μας έκαναν και μας παρέδωσαν. Καμιά 200αριά το χρόνο μπορούν να διώχνουν (χωρίς εθελουσίες και τέτοιες πολυτέλειες) και αν δει ΟΤΕτζης Γερμανού πρόσωπο, θα ψαχνόμαστε…
Πάντως πιο καντέμηδες από τους 700 δεν υπάρχουν….. αυτοί τουλάχιστον κάτι κατάλαβαν, αλλά γκαντεμιά ή και ξεπούλημα από κάποιους (πχ συνδικαλιστές).
Κουράγιο αδέλφια, ας θυμηθούμε τον Γιώργο Θαλάσση την Κατερίνα και τον Σπίθα.

Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

Αυτοκριτική χωρίς συνέπειες

Β. Μεϊμαράκης για ΟΤΕ: Το κράτος δεν μπορεί να κάνει σωστό μάνατζμεντΗ ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ ON LINEΔευτέρα, 5 Μαϊου 2008 14:09


«Εμείς και στο πρόγραμμά μας και πάντα πιστεύαμε ότι το κράτος δεν μπορεί να κάνει σωστό μάνατζμεντ, διότι παρεμβαίνουν διάφορες λογικές παλαιοκομματικές, φαύλες, εξυπηρέτησης κομματικής πελατείας και χαλάμε και τα προγράμματα εξυγίανσης και όλη την διαδικασία που μπορεί να έχει ξεκινήσει». Τα παραπάνω δήλωσε σήμερα στον ρ/σ Alpha 98,9 ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Βαγγέλης Μεϊμαράκης για τον ΟΤΕ προσθέτοντας ότι «το μάνατζμεντ πρέπει να έχει το μάνατζμεντ κάποιος που να διοικεί τον οργανισμό με τα δικά τουτεχνοοικονομικά κριτήρια και με κοινωνική ευαισθησία που απαιτείται». «Το ελληνικό δημόσιο», πρόσθεσε ο υπουργός, «πρέπει με τη συμφωνία που θα έχουμε με τον οποιονδήποτε στρατηγικό επενδυτή, να έχει όλα εκείνα τα δικαιώματα ώστε οι πολύ μεγάλες αποφάσεις που άπτονται θεμάτων κοινωνικών να μπορούν να ληφθούν με τη συναίνεση του ελληνικού δημοσίου».

Σαν γιος πλούσιου μπαμπά μας τα λέει ..... " Δεν αντέχω τις σκοτούρες, ας πάνε στα κομμάτια".